удачливый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

удачливый - translation to πορτογαλικά


удачливый      
de sorte, afortunado
estar com sorte      
быть удачливым
bem-afortunado adj      
счастливый, удачливый

Ορισμός

УДАЧЛИВЫЙ
такой, которому все удается, у которого во всем удача.
Удачлив в делах.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για удачливый
1. Блестящий офицер - умный, удачливый, авторитетный.
2. Хиддинк, наверное, действительно удачливый тренер.
3. Из десяти городов-счастливчиков самый удачливый -- Дубна.
4. Вы, скорее всего, удачливый бизнесмен, прирожденный руководитель.
5. Анатолий Чубайс Самый удачливый назначенец - Анатолий Чубайс.